πραπίδων

πραπίδων
πραπίδες
midriff
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u …   Dictionary of Greek

  • προαπίδων — Α (κατά τον Ησύχ.) «φρενῶν, διανοιών». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να αναγνωστεί πραπίδων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”